- πολυδερκές
- πολυδερκήςmuch-seeingmasc/fem voc sgπολυδερκήςmuch-seeingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυδερκής — ές, Α 1. αυτός που βλέπει πολύ ή μακριά 2. αυτός που βλέπει πολλά 3. (κατ άλλους) α) αυτός που γίνεται ορατός από πολλούς β) αυτός που εκπέμπει πολύ φως, αυτός που λάμπει πολύ («πολυδερκὲς φάος», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δερκής (<… … Dictionary of Greek